- ἐξαπλώσεως
- ἐξαπλώσεω̆ς , ἐξάπλωσιςunfoldingfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαπλωτικός — ή, ό [εξάπλωση] ο επιδεκτικός εξαπλώσεως, επεκτάσεως, διαδόσεως … Dictionary of Greek